Επικοινωνία

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Μια στραβοτιμονια-διηγημα

Ζωή απ' τα χαλάσματα
(διήγημα, Α΄βραβείο από το Φυσιολατρικό Σύνδεσμο Πατρών, Δεκέμβρης 2004

Μια στραβοτιμονιά, ένας αδέξιος χειρισμός, ένα ποτηράκι παραπάνω αρκούν για να μετατρέψουν το όνειρο σε εφιάλτη, να σε γκρεμίσουν στο βάραθρο της απελπισίας, να σε οδηγήσουν στην κόγχη της απόγνωσης. ΄Έτσι ξαφνικά μπορείς να βρεθείς στην αντίπερα όχθη, ζωντανός νεκρός, δαχτυλοδειχτούμενος από το «φιλοθεάμον κοινό» και αδικημένος από τη μοίρα. ΄Ερχεται ώρα που οι ελπίδες στερεύουν σαν την πηγή που παραμένει ορφανή προσμένοντας λυτρωτικά το νερό από το βουνό κι εκείνο αρνείται πεισματικά να την διατρέξει. ΄Έτσι απλώνεται βαρύ και καταθλιπτικό το σκοτάδι βαθιά μέσα σου στα έγκατα του είναι σου και μοναδικός συνοδοιπόρος στη ζωή σου, το πιστό σου σκυλί που από δω και πέρα θα σε συντροφεύει στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς και της απελπισίας.

………………………………………………………………………………………..

«Υπάρχει κάποια ελπίδα, γιατρέ; Την αλήθεια θέλω όχι άλλα ψέματα και μισόλογα» ρωτούσα με φόβο ψυχής κι η αγωνία μου βουνό νόμιζα πως θα με καταπλακώσει από στιγμή σε στιγμή.

«Πάντα υπάρχει ελπίδα, ΄Αγγελε. Η ελπίδα δραπετεύει από την ανθρώπινη ψυχή, όταν ο θάνατος σφαλίζει τα βλέφαρά μας. ΄Αλλωστε ο Θεός είναι μεγάλος. Εμείς θα κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό. Εσύ πρέπει να πιστεύεις βαθιά ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες και θα δεις ότι όλα τα σύννεφα θα διαβούν με ένα φύσημα ανέμου και θα ‘ ρθει η ξαστεριά»

«Θεός! Πίστη! Γιατρός ήταν αυτός ή ιεροκήρυκας; Κατάλαβα. ΄Όταν οι γιατροί επικαλούνται το Θεό…βράσε όρυζα. Είχα αρχίσει πια να χάνω την επαφή μου μ’ αυτές τις έννοιες καθώς αισθανόμουν πως δεν μπορεί καμιά θεϊκή δύναμη να επιτρέπει κάτι τόσο σκληρό. ΄Ενας νέος άνθρωπος που μέχρι πριν από λίγο έσφυζε από ζωή, ένας μέχρι πρότινος σημαντικός αθλητής της κολύμβησης πολλά υποσχόμενος με όνειρα και φιλοδοξίες, έγκλειστος στο κελί να «ατενίζει» πια τη ζωή μέσα από όλες τις άλλες αισθήσεις εκτός από την όραση και να αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία σαν τους απόμαχους καπεταναίους που με κάθε ρουφηξιά της πίπας τους εκδικούνται τα γηρατειά που τους στέρησε τη χαρά των ταξιδιών και την ικανοποίηση των πρωτοϊδομένων λιμανιών. Εγώ άραγε σε ποια λιμάνια θα μπορούσα ν’ αράξω πια; Τι να θαυμάσω και πώς να τα κατακτήσω με δυο μάτια σβησμένες θράκες με μια ματιά χαμένη στο πουθενά που δεν άφηνε κανένα περιθώριο – έτσι τουλάχιστον πίστευα τότε - αισιοδοξίας και εγκαρτέρησης;

Μέσα στα δύσκολα αυτά χρόνια έμελλε να χάσω σιγά σιγά και τα στηρίγματά μου, καθώς ο φυσικός νόμος είναι σκληρός και ανελέητος. Πρώτα ο πατέρας. Εγκεφαλικό. «΄Έτσι εκεί που κάθονταν», έλεγε η μάνα με δάκρυα στα μάτια, «έγειρε το λευκό του κεφάλι, γούρλωσε τα μάτια του, άπλωσε ικετευτικά το ένα χέρι». Σαν να ζητούσε βοήθεια να παραμείνει στη ζωή ή να προσπαθούσε να εμποδίσει το Χάροντα να τον επιβιβάσει στη λέμβο που θα τον μετέφερε στο βασίλειο των νεκρών κι απλά, ήσυχα και με αξιοπρέπεια είπε το στερνό αντίο σε τούτον το μάταιο κόσμο που τόσο φαρμάκι τον πότισε στα στερνά του.

«Σώπα, μάνα, μην κλαις. ΄Εχεις Εμένα. ΄Εχω εσένα. Μαζί. Μαζί. Πάντα μαζί», της ψιθύριζα στο αυτί καθώς έγερνε πάνω μου με αναφιλητά τα κρύα απογεύματα του Δεκέμβρη αναζητώντας την παρηγοριά από έναν τυφλό. Τέτοια απελπισία λοιπόν; Κι εγώ; Τι θα γινόμουν; ΄Εμενα μόνος. Μόνο εκείνη απέμεινε δίπλα μου. Οι ξένοι σκορπούν άμα σε χτυπήσει ο κεραυνός, από φόβο και από αδιαφορία. Αλλά αν κι εκείνη αποφάσιζε να αναζητήσει το σύντροφό της, τι θα γινόμουν στη ζωή; Η δική μου αγάπη με είχε εγκαταλείψει ανεπιστρεπτί.

…………………………………………………………………………………………

Η πόρτα έκλεισε δυνατά πίσω του κι εγώ κούρνιασα πιο βαθιά στην πολυθρόνα μου. ΄Ακου να δεις το τομάρι, σκέφτηκα. Λες και το κάνει επίτηδες. Τι ήθελε και μου θύμισε το κολυμβητήριο; Κι η ριμάδα η σκέψη μου άλλο που δεν ήθελε. Βρήκε την ευκαιρία να τρέξει σαν την ξένοιαστη παιδούλα που περιδιαβαίνει το πυκνό δάσος στις προηγούμενες καλές μέρες, όταν κάναμε όλη η παλιοπαρέα εντατικές προπονήσεις στοχεύοντας στον πρωταθλητισμό.

«΄Αγγελε, πας πολύ καλά. Δύναμη χρειάζεται και σκληρή προσπάθεια. Τα αγαθά κόποις κτώνται»

«Θέλω. Θέλω πολύ να συνεχίσω, μα δεν είμαι σίγουρος…»

«Σίγουρος; Κανείς δεν είναι σίγουρος για τίποτα, μα ο αγώνας ο ανθρώπινος δε σταματάει πουθενά. ΄Εχεις τα νιάτα σου. Κάλπασε με άτι τη νεότητα και τη δύναμη της ψυχής σου και θα περιδιαβείς στα μονοπάτια της επιτυχίας και της δόξας».

Τα είχα όλα αυτά, μα τώρα νομίζω ότι με εγκατέλειψαν σαν τους ΄Ελληνες στρατιώτες που μπρος στο φόβο του εχθρού μήδιζαν κατά χιλιάδες. Σαν να με άδειασαν ξαφνικά. ΄Ενα σακούλι γεμάτο από όλα τα καλούδια έμεινε άδειο. ΄Ενας σαπρός σάκος εκτεθειμένος στο βοριά και στη δίνη του καιρού απροστάτευτος, έτοιμος να μεταφερθεί οπουδήποτε αποδεσμευμένος από βούληση χωρίς την αλλοτινή του ικμάδα.

Τώρα δεν έχω τίποτα. ΄Η μάλλον ό,τι έχω δεν μπορώ να το αξιοποιήσω, αφού δεν είμαι πια από τους δυνατούς, αλλά από τους «άλλους». Ζω και δε ζω. Αναπνέω και δεν είμαι σίγουρος ούτε και γι αυτό. ΄Ολα περνούν από πλάι μου, μα αφού δεν τα βλέπω, τα αφουγκράζομαι, τα οσφραίνομαι, τα γεύομαι. Ως εκεί. Σε λίγο αισθάνομαι ότι και οι υπόλοιπες αισθήσεις μου θα ακολουθήσουν το δρόμο της φθοράς και της σήψης που πρώτη χάραξε η όραση και θα απομακρυνθούν μετά βδελυγμίας από το σώμα μου. ΄Επεσα να κοιμηθώ βουτηγμένος στα δάκρυα. Βλέπεις μπορεί να έχασα το φως μου, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε διόλου τα μάτια μου να πλημμυρίζουν από καυτά ζουμιά που χαρακώνουν το νεανικό δέρμα του προσώπου μου κατευθυνόμενα με αποφασιστικότητα στο στήθος μου σαν να έψαχναν με αγωνία το μέρος της καρδιάς για να διαπιστώσουν αν πάλλεται ακόμα. Δε θυμάμαι πότε ο ύπνος σφάλισε τα βλέφαρά μου, μα αναμφίβολα ήταν για μένα μια λύτρωση, αφού με απομάκρυνε από τις μελανές σκέψεις και είχε τη δύναμη να με μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου αισθανόμουν ανάλαφρος και παντοδύναμος.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα από τις φωνές της μάνας μου που καλωσόριζε κάποιο οικείο πρόσωπο. Η φωνή μου φάνηκε ιδιαίτερα γνωστή και αγαπητή γι αυτό βιάστηκα να μπω στο σαλόνι χωρίς καλά καλά να πλυθώ. Μα βέβαια. Στεκόταν μπροστά μου ο δεύτερος πατέρας μου, ο φίλος, ο αδερφός, ο άνθρωπος που κοντά του κάποτε νόμιζα ότι θα δώσω σάρκα και οστά σε όλα τα όνειρά μου. Μα τώρα…

«΄Αγγελε, αγόρι μου, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω»

«Καλημέρα κύριε Αναστασίου», ψέλλισα κρύβοντας τη χαρά μου αλλά και τη ντροπή μου συνάμα που με έβλεπε σ’ αυτήν την κατάσταση. Η μάνα μου μάσησε μια πρόχειρη δικαιολογία και αποχώρησε από το δωμάτιο, αφού έψησε ένα ελληνικό βαρύ γλυκό καφεδάκι, τέχνη που κουβαλούσε από τη Σμύρνη, τη χαμένη της πατρίδα, στον προπονητή μου.

«Λοιπόν; Πως τα πάμε;»

«Δε βλέπετε; Εσείς βλέπετε, εγώ αδυνατώ!».

«Πολλά μπορείς να κάνεις και είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Εγώ μπορώ, αλλά μόνο αν το επιθυμείς κι εσύ. Μην αφήσεις μια φυσική αδυναμία να σου στερήσει όσα σου αξίζουν. ΄Εχεις δουλέψει πολύ μέχρι τώρα και δεν είναι σωστό να τους δώσεις μια κλωτσιά. ΄Εχε μου εμπιστοσύνη κι όλα θα πάνε καλά».

………………………………………………………………………………………..

«Η Ολυμπιάδα είναι μπροστά μας. Ο χρόνος περνάει και πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε με τον καλύτερο τρόπο. Κάποτε μου είχες εξομολογηθεί ότι φλέγεσαι από το πάθος της κολύμβησης και της ενασχόλησής σου με τον αθλητισμό. Πού πήγε αυτή η φλόγα; Πώς έσβησε;»

«΄Εσβησε εκείνη τη μέρα μαζί με τη λάμψη των ματιών μου, κύριε Αναστασίου. Οι νεκροί δεν ανασταίνονται όσο κι αν το επιθυμούμε.»

«Δεν είσαι πεθαμένος που να πάρει», έκανε εκείνος και χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του πάνω στο κλασικό τραπεζάκι της μαμάς παρασύροντας στη δίνη του το καφεδάκι με το νεράκι του. Και συνέχισε απτόητος:

«Δεν τελειώνει η ζωή με μια ατυχία. Είσαι αθλητής και πρέπει να το γνωρίζεις καλά αυτό. ΄Εχεις μάθει να παλεύεις με νύχια και με δόντια. Είσαι νέος, δυνατός και σε πολύ καλή φυσική κατάσταση. Ξέρω, δε βλέπεις και αυτό σου δημιουργεί μια ανασφάλεια. ΄Ομως αναλογίσου τη δυστυχία που δέρνει τον κόσμο. Δεν το βάζουν όμως κάτω. Δεν παραιτούνται. Σφίγγουν τα δόντια. Ατσαλώνουν την ψυχή τους και προχωρούν. Υπάρχει και η Παραολυμπιάδα μετά τους Ολυμπιακούς. Εδώ είναι η πρόκληση. Τώρα έχεις την ευκαιρία. ΄Η μου δίνεις το χέρι σου και προχωράμε στη ζωή ή μένεις μόνος σου μέσα στους τέσσερις αυτούς τοίχους και κλαις τη μοίρα σου σαν καμιά κακορίζικη γυναικούλα άξια της τύχης της. Δε θα σε παρακαλέσω, ΄Αγγελε, αλλά ως ειδικός πρώτα απ’ όλα και ως φίλος σου έπειτα θα σου πω ότι αν θέλεις μπορείς να κάνεις θαύματα. Μια σου λέξη κι από αύριο θα γεμίζεις με την παρουσία σου το κολυμβητήριο. ΄Αλλωστε δε θα είσαι μόνος. Εδώ μέσα είσαι πιο έρημος απ’ ό,τι κοντά μας. ΄Ελα, αγόρι μου, άσε με να σε πάρω από το χέρι και δε θα το μετανιώσεις».

………………………………………………………………………………………

Πάλεψα, πόνεσα, ίδρωσα, κουράστηκα μέχρι που ο πανδαμάτορας γιος του Μορφέα εγκαταστάθηκε στα μάτια μου βυθίζοντάς με σε έναν κόσμο μαγικό και παραμυθένιο. ΄Ενας άντρας τότε χειροδύναμος με πήρε στους ώμους του και μου πρόσφερε ένα ονειρικό ταξίδι μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον όπου αισθανόμουν φτερωμένος και δυνατός ατενίζοντας κάθε λεπτομέρεια της φύσης. Αισθανόμουν κάθε μυρωδιά της, ρουφούσα αχόρταγα. ΄Απλωνα τα χέρια και χάιδευα την πλάση. Αφουγκραζόμουν κάθε ψίθυρο παίρνοντας δύναμη από το μεγαλείο της φύσης μιας και βρέθηκα σε ένα αγνό κατά πάσα πιθανότητα περιβάλλον απρόσβλητο από την ανθρώπινη αδιαφορία και καταστροφικότητα. Η πορεία μας, όμως έλαβε τέλος όταν φτάσαμε σε ένα σπήλαιο λουσμένο στο φως όμοιο με εκείνο που διαχέεται μέσα στο ιερό της εκκλησίας τη μυστηριακή στιγμή της μετατροπής του κρασιού και του άρτου σε σώμα και αίμα Χριστού. Εκεί σταθήκαμε και οι δύο έντρομοι. Τότε ένα φίδι πετάχτηκε από μια καστανιά. Σούρθηκε προς το μέρος μου. Αναρριχήθηκε στο κορμί μου μέχρι που έγλειψε με τη γλώσσα του τα πονεμένα μου μάτια, ενώ ακουγόταν μια φωνή που πρόφερε τη λέξη «ευετηρία», που σημαίνει σωτηρία και καλή υγεία. Το φίδι σε λίγο με εγκατέλειψε. Χώθηκε στα φυλλώματα του δέντρου επιτρέποντας πια την επιστροφή μας στην πραγματικότητα. Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα βάζοντας μια δυνατή φωνή που έκανε τη μάνα μου να τρέξει έντρομη στην κάμαρά μου.

«Τι συμβαίνει, πουλάκι μου; ΄Ονειρο ήταν και πάει».

«΄Ονειρο; Πάει;»

Χρειάστηκε πολύ ώρα για να συνέλθω από το σοκ εκείνης του μεσημεριάτικης

Ονειροφαντασιάς. Μα όταν πέρασε αυτό το διάστημα, η ομίχλη έφευγε σταδιακά από τη σκέψη μου κι ο λαμπρός ήλιος της γνώσης με τύλιγε προστατευτικά αποδεικνύοντας συγκινητική πρόνοια. ΄Ένα όνομα τότε ήρθε στη σκέψη μου: ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ. Θυμήθηκα ένα μάθημα στο Λύκειο για τον Ασκληπιό. Ο φιλόλογός μας με συγκίνηση και στόμφο μας εξηγούσε ένα όμορφο Απριλιάτικο απόγευμα σε μια προσπάθεια να δεσμεύσει τη σκέψη μας για να μην αποδράσει από τη μουντή σχολική αίθουσα ότι ο Ασκληπιός μεταμορφωνόταν σε φίδι ή σκύλο και αγκάλιαζε τους πάσχοντες προσφέροντάς τους την ευτυχία και την υγεία επιδεικνύοντας την αγάπη του για τον άνθρωπο και τη φροντίδα του για τον ανθρώπινο πόνο.

«Θέλεις κάτι;», ρώτησε με φανερή αγωνία η μάνα μου κάνοντας δειλά την εμφάνισή της στην είσοδο του δωματίου μου.

«Ναι. Να μου ετοιμάσεις τα ρούχα μου για αύριο και να τηλεφωνήσεις στον Παύλο. Τον θέλω».

Κόκαλο η μάνα μου, μα τι να κάνει; Έτρεξε με φιλούσε, με αγκάλιαζε, φώναζε, τσίριζε, χαλούσε τον κόσμο κι εγώ σα στήλη άλατος στεκόμουν έρμαιο στα χάδια και τις εκδηλώσεις της.

……………………………………………………………………………………..

Βρισκόμουν μετέωρος σαν να αγνάντευα τον κόσμο στο χείλος του γκρεμού την ώρα ακριβώς που είχα αποφασίσει να μην προσφέρω το σώμα μου «θυσία καθαρά» στον ΄Αδη. Προσπαθούσα να ισορροπήσω μεταξύ ζωής και θανάτου ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Μια ιερή στιγμή στο έσχατο όριο της καταστροφής ή στην αφετηρία της αναγέννησης. «Ζωή από τα χαλάσματα»! Αυτό ήταν που πρέσβευε ο σωτήρας και λυτρωτής μου Ασκληπιός. Εκείνος δίδασκε ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αναμορφωθεί και να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του, ώστε να κερδίσει με την αξία του και τη θυσία του τη ζωή του καταξιώνοντας την ύπαρξή του. Ζωή μέσα από τα χαλάσματα σαν τη μυστική παπαρούνα που πρόβαλλε αποφασιστικά μέσα από τους σάπιους γαιόσακους στο πεδίο του πολέμου και έδωσε την ευκαιρία στην αποκοιμισμένη ψυχή του στρατιώτη του Στρατή Μυριβήλη να ξαναγεννηθεί, ξαναγίνει ένα παιδί με ευαισθησίες γεμάτο πίστη και αισιοδοξία για το μέλλον.

Αυτό ήταν. Ο κύβος ερρίφθη. ΄Εκανα το σάλτο και σύντομα είχα γυρίσει σελίδα. Αποδέχτηκα μια σχετική αναπηρία μου, αλλά τώρα πια ήμουν σε θέση να αναγνωρίσω στον εαυτό μου πολλά ελαφρυντικά. Μάζεψα τα κομμάτια μου και διαπίστωσα με έκπληξη ότι δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες οι ψυχικές και οι σωματικές δυνάμεις που μου είχαν απομείνει.

Σε λίγους μήνες βρισκόμουν σε πολύ καλή κατάσταση και φανερά γιατρεμένος από φαντάσματα του παρελθόντος. Η ενασχόλησή μου με τον αθλητισμό, τη μεγάλη μου αγάπη με αναζωογόνησε και με έκανε να αναθεωρήσω όλες τις προηγούμενες ανησυχίες και φοβίες μου που κάποτε σε ένα μακρινό παρελθόν, νομίζω κιόλας δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για το τι είναι αλήθεια ποια και τι όνειρο – με είχαν οδηγήσει να πραγματοποιήσω μια απονενοημένη πράξη.

……………………………………………………………………………………..

΄Έτσι η ζωή άρχισε να μου χαμογελάει ξαφνικά και το περίεργο ήταν πως πράγματα που μέχρι πρόσφατα μου φαίνονταν βουνό, τώρα ήταν ένα απλό παιχνιδάκι. Μπορούσα να αυτοεξυπηρετηθώ, να μετακινούμαι, να προπονούμαι, να βγαίνω με τους φίλους μου, να γελάω, να αστειεύομαι, να …ερωτεύομαι. Ναι, όσο και να φαίνεται τρελό έπειτα από τρεις μήνες βρισκόμουν ενταγμένος μέσα στον κόσμο, συμβιβασμένος με την κατάστασή μου, δυνατός και τροπαιοφόρος έχοντας αγκαλιά το κορίτσι μου που με κοιτούσε στα «μάτια» ανταλλάσσοντας όρκους πίστης και αγάπης. Σχεδιάζαμε για γάμο, οικογένεια…πολλά!

Μα και οι φίλοι και συναθλητές μου έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην αναγέννησή μου μέσα από την τέφρα μου.

«΄Άγγελε, πως τα «βλέπεις» τα πράγματα;»

«Μια χαρά. Θέλω δουλειά ακόμα , μα θα τα καταφέρω».

«Κι εγώ το ίδιο νομίζω. Είμαι πολύ κοντά σε ένα καλό ρεκόρ», απαντούσε ο Στάθης και εγώ τον θαύμαζα ακόμα πιο πολύ, αφού ήταν για μένα ένα παράδειγμα προς μίμηση. Πρότυπο αγωνιστικότητας και δύναμης. Ο Στάθης είχε χάσει το ένα του πόδι σε ένα φοβερό ατύχημα και ήταν μόνο 22 χρόνων. Δεν το έβαλε κάτω όμως. Πάλεψε και να τος τώρα να αγωνίζεται με ένα πόδι και ένα κατά τα άλλα υπέροχο σώμα να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του και στους άλλους ότι ζει, υπάρχει αναπνέει, νικάει, υπερισχύει. Θα συμμετέχει κι εκείνος στην Παραολυμπιάδα και θα προσπαθούσε για το καλύτερο μετά ένα δυνατό χτύπημα της μοίρας του. Δεν τον κατέβαλλε. ¨Εσφιγγε τα δόντια και λιοντάρι μοναχό. Μοχθούσε να ξεπεράσει τις προσδοκίες όλων. ΄Ηταν ανάμεσά μας μαζί με άλλα παιδιά όπως η Ελένη, η Μαρία, ο Αργύρης. ΄Ολοι πέρασαν άλλος πρόσφατα κι άλλος πιο παλιά από τη δύσκολη κατάσταση την οποία αντιμετώπισα κι εγώ και πρόβαλλαν το εγώ τους κερδίζοντας επάξια τον έπαινο το θαυμασμό και τα συγχαρητήρια όλων. Το αν θα νικούσαμε στους αγώνες είχε ελάχιστη σημασία. Νικητές νιώθαμε ήδη και μόνο με την παρουσία μας εκεί, αφού αισθανόμαστε σωστά θεριά και ατενίζαμε τη ζωή με «άλλα μάτια».

………………………………………………………………………………………..

Ναι αυτή τη στιγμή που περνάει όλη μου η ζωή μπροστά μου σαν μια κινηματογραφική ταινία βρίσκομαι δίπλα στο προσκεφάλι της μάνας μου, που έκλεισε τα μάτια της απροσδόκητα αλλά ευχαριστημένη και σίγουρη για μένα ότι θα συνεχίσω να υπάρχω ακόμα και εν απουσία της. Το μεγάλο της άγχος εξατμίστηκε σαν το νεράκι που ανεβαίνει ανάλαφρο με τη μορφή ατμού στον ΄Υψιστο, θυσία αναίμακτη στο Δημιουργό της πλάσης. ΄Έτσι ανέβηκε χθες το απόγευμα και η ψυχούλα της δίνοντας μου ένα μεγάλο πόνο τη στιγμή της υπεροχής και της ελπίδας μου. ΄Αφησε όμως πίσω της ένα αγόρι δυνατό και ακμαίο και σίγουρο για την πρόοδό του. ΄Ετσι έτρεξε να ανταμώσει το σύντροφό της που την καλούσε κοντά του μην υποφέροντας τη μοναξιά

«΄Ασε με, έχω υποχρεώσεις πίσω. Το παιδί…τι θα απογίνει ο γιος μας; Πλάσμα αδύναμο. Μισό…»

«Δεν είμαι μισός μάνα.» της ψιθύρισα στο αυτί πάνω από το νεκρό κουφάρι της. «Είμαι ένας άντρας που απλώς βλέπει με τα μάτια της ψυχής του και πίστεψέ με, μερικές φορές λέω ότι είναι πιο όμορφος ο κόσμος έτσι. Καλό ταξίδι και μη νοιάζεσαι για μένα. Ταξίδεψε στον κόσμο της γαλήνης και της ευτυχίας απαλλαγμένη από τα προβλήματα της ζωής. Αρκετά σας προξένησα εσένα και του πατέρα. Αναπαυθείτε ήσυχοι. Εγώ πορεύομαι λυτρωμένος και ανεξάρτητος στη ζωή χωρίς δεκανίκια και αυταπάτες. Και τη μεγαλύτερη τιμή που μπορώ να σας αποδώσω σας υπόσχομαι να καταστώ δυνατός να την πραγματοποιήσω. Το χρυσό μετάλλιο θα στολίζει τον τάφο σας. Η πιο σπουδαία προσφορά μου στους γεννήτορες που πολύ τους πίκρανα αθέλητα μου, μα και που τους κατευόδωσα με τη βεβαιότητα ότι μετά από τη δυστυχία ξημερώνει μια λαμπρότερη μέρα. ΄Αλλωστε

«του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου,

και του τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,

με του καιρου τα’ αλλάματα που αναπαημό δεν έχου,

μα στο καλό και εις το κακό περιπατούν και τρέχου…